ASEA Asea Village on Facebook Greek Version
ASEAOptions

Δημοβαλτετσιώτικο γλωσσάριο

(Από το βιβλίο του Χρίστου Λυμπερόπουλου-Καπελιάνη)

Α

αβανιά= (η), κατηγορία, συκοφαντία. (Ιταλ. avania .) «και μου ρίξαν μια αβανιά, δεν εφίλησα καμιά» (Δημ. τρ.)
αβανιάρης= (ο), συκοφάντης.
αβάρετος= μτφ, ακατέργαστο (αβάρετο το γάλα, αβάρετος ο ήλιος που δεν έχει ανατείλει.)
αγαναχτώ= (ρ), μτφ. αποκάμνω, υποφέρω «αγανάχτησα ώσπου να έρθω».
άγανο=
(το), το «μουστάκι» που έχουν τα στάχυα των σιτηρών.
αγγειό= (το), μαγειρικό σκεύος. Στον πληθ. μτφ. τα σεξουαλικά όργανα των ανδρών.
άγγιαγμα= (το), πείραγμα οδυνηρό.
αγγιάζω= (ρ), πειράζω, ενοχλώ, ερεθίζω, «άγγιαξε την πληγή», «σείξε με και μη μ' αγγιάς».
αγγούσα= (η), δύσπνοια, αποπνιχτική κατάσταση. (Αλβαν. agush )
αγιάζι= (το), παγερός άνεμος (Τουρκ. ayaz ).
αγίνωτο= (επίθ), που δεν έχει ωριμάσει, που δεν είναι έτοιμο (αγίνωτο προζύμι, αγίνωτα σταφύλια) κ.λ.π.
Αγιωργίτης= (ο), το αρνί που τρέφεται και προορίζεται για σφάξιμο στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου.
αγκωναράς (ο), μτφ. που έχει μεγάλες πλάτες, μεγαλόσωμος.
αγκωνή (η), ή γωνία, ή θέση κοντά στο τζάκι, άκρη ψωμιού («κάθομαι στην αγκωνή μου», «μια αγκωνή από το καρβέλι»).
αγλύκαντος
(έπίθ), που δεν έχει χαρεί τίποτα, πικραμένος.
αγουρογερνάω
(ρ), γερνάω πρόωρα και βασανισμένα.
αγουροφίλημα (το), νεανικό, φίλημα
αγύριγος (επίθ.), μτφ. Ι) ό διάβολος («άει στον αγύριγο») 2) που δεν έχει επιστραφεί ή αναποδογυριστεί («άφησα τα πρόβατα αγύριγα», «αγύριστο το λιώμα σπουαλώνι»).
αδελφομοίρι (το), περιουσία πού μοιράζεται μεταξύ αδελφών κληρο­νόμων.
αδιάκριτος (επίθ.), ιδιότροπος, ανάποδος, εγωπαθής.
αδικητής (ο), πού αδίκησε, πού αποπλάνησε «με φίλησες, βρε αδικητή, πού να σε ιδώ στη φυλακή» (Δημ. τ ρ.)
αδούλευτο (επίθ.), ακαλλιέργητο (χωράφι ή αμπέλι ή περιβόλι)
άδουλος
(επίθ.), πού δεν έχει δουλέψει βιοποριστικά.
αερικό (το), πάθηση ψυχολογική, προκαλούμενη δήθεν από την επήρεια των πνευμάτων.
αεροπαρμένος (επίθ.), ελαφρόμυαλος, φαντασμένος.
αζούπητος (επίθ.), πού δεν έχει συμπιεστεί(«αζούπητα τα σταφύλια».
άκλαδος
(επίθ.), ακλάδευτο («άφησε άκλαδο τ ' αμπέλι»).
άκλερος (επίθ.), ο άτεκνος, πού δεν έχει παιδιά δικά του κληρονόμους.
ακουμπέτι, ε πί τέλους, μολαταύτα, τέλος πάντων (Τούρκ. akibet ).
αλαφιάζομαι
(ρ), ταράσσομαι, ανησυχώ, ξαφνιάζομαι.
αλλαξίματα (και αλλαξίμια), τα ρούχα πού προορίζονται για πλύσιμο.
άλλειμα
(το), παστό χοιρινό κρέας.
αλετροχέρα (και αλετροχερίδα), ή λαβή του αλετριού.
αλετροπόδαρος (επίθ.), ο ψηλός άντρας.
αλικοντάω, (αλικοντίζομαι) (ρ), παρεμποδίζω-ομαι (Τούρκ. alikodim ).
αλισίβα
(η), σταχτόνερο. ( Αλβ. Alisive , Λατ. lixiva ).
αλογάρης (ο), που συνοδεύει το άλογο στο αλώνισμα (πληθ. αλογαρέοι).
αμάρκαλη,
(και αμαρκάλιστη) (επίθ.), ανόχευτος «αμάρκαλη προβατίνα ή γίδα»
αμ-δα, (σαν απάντηση με ερωτηματικό) «δουλεύεις;» - αμδά, τι νομίζεις;)
αμετάλαβος
(επίθ.), πού δεν έχει λάβει τη θεία Κοινωνία, («πέθανε αμετάλαβος.»)
αμμούτσα, αμμώδης λόφος, αμμουδερή πέτρα.
αμποργιά (η), Φράχτης στην είσοδο τής μάντρας των ζώων.
αμωρίλα (η), δυστροπία, κακία.
αναβαλσιά (η), συκοφαντία, απατηλή παρακίνηση.
αναβόλα (η), άκρη του χωραφιού.
αναγλοιτσάζει (ρ), γίνεται γλοιώδης.
αναγνωστεμένος (επίθ.), γραμματισμένος, σπουδασμένος «τού κυρ-Δημάκη τά παιδιά, τα δυο αναγνωστεμένα» (Δημ. τρ.)
ανάζερβα
(επίρ.), επαρίστερα.
ανακαψίλα (η), στομαχική διαταραχή.
ανακλαρίζομαι (ρ.), τεντώνω τα χέρια, όταν έρχεται ό ύπνος.
ανακούρκουδα
(επίρ.), οκλαδόν.
ανάμελος (επίθ.), αμελής.
ανάντιο-ς (επίθ), άντίθετος
αναπιάνω (ρ), κατεργάζομαι, ανακατεύω.
ανάργια (επίρ) αραιά - ανάργια το ‘σπερνα» (Δημ. τρ.)
ανασταίνω-ομαι (ρ), ανατρέφω-ομαι, μεγαλώνω.
αναχαράζω
(ρ), μηρυκάζω.
αναχλό (επίθ.), ελαφρό, αραιό, επιφανειακό (χώμα αναχλό).
ανέγγιαγος (επίθ.), απείραχτος, αβλαβής.
ανέγνωμος (επίθ.), πού δεν έχει κρίση, απερίσκεπτος.
ανεγνώριμος (επίθ.), πού δεν αναγνωρίζεται («σφαγμένος κι' αναγνώριμος»)
ανεμοξουριά (η), σφοδρός, στροφιλιζόμενος άνεμος, σίφουνας.
άνταφλος (και ανάνταφλος) (επίθ.), απρόσεχτος.
αντί (το), μέρος του αργαλειού.
αντίγνωμος (επίθ.), πού έχει διαρκώς αντίθετη γνώμη, αντιρρησίας.
αντικόβω (ρ.), διακόπτω, παρεμποδίζω.
αντίκουφα (επίρ.), με την πλάτη, προς τα πίσω
Αντριάς, μτφ., ο Νοέμβρης μήνας « Αντριάς αντρειεύεται και ή μέρα μεγαλώνει» (παροιμία).
αντρομίδα (η), υφασμένο κλινοσκέπασμα ποικιλόχρωμο.
ανέβγαλτος (επίθ.), πού δεν έχει συναναστραφεί με κόσμο.
αντούμης (ο) (επίθ.) και αντούμικος, στείρος, σεξουαλικά ανίκανος (Τούρκ. Hadim = ευνούχος).
αξέβγαλτος (επίθ.), μτφ. 1) αξέβγαλτα σκουτιά= ρούχα πού το πλύσιμο τους δεν έχει περατωθεί 2) ξεπροβόδιστος «έφυγε αξέβγαλ­τος».
απάργιουρα (επίρ), δειλινό «Γιάννος περνάει τ' απάργιουρα» (Δημ. τρ.).
απλοϊέμαι (ρ.), απαντώ, αποκρίνομαι.
απλόχερης (επίθ.), γενναιόδωρος, σπάταλος.
απλοχεράω-ίζω (ρ.), απλώνω, διαστέλλω.
απογαμήδι (το),υστερογέννητο τέκνο.
απογόνι (το), υστερογέννητο τέκνο.
απόδαυλο (το), το τέλος τού δαυλού.
αποκιώνω (ρ), τελειώνω, φέρνω σε πέρας μία δουλειά.
αποκορωμένος (επίθ.), αποκρουστικό, μτφ. το φίδι.
αποκούμπι (το) , στήριγμα.
απολυτός (επίθ.), απλωτό («δίμιτο κι' απόλυτο πανί», «απόλυτος χο­ρός»)
απομόναχος (επίθ), μενονωμένο («άπομόναχο κι' άποκορωμένο νά εί­ναι»)
αποτσιάλισα (αόρ.), κουράστηκα περιμένοντας, ξύλιασα.
απόπαιδο (και αποπαίδι), παιδί πού έχει στερηθεί το δικαίωμα κληρονο­μιάς.
απόρριμμα (το), προϊόν αποβολής, μτφ. μικρός και άσχημος.
απορίνω (ρ.), αποβάλλω («απόριξε ή φοράδα»)
αποσκιά (η), υπήνεμη, δροσερή τοποθεσία.
απόσκια (τα), απογευματινός ίσκιος.
αποσπόρι (το), υστερότοκο παιδί.
απόφωνο (το), θλιβερή είδηση, αντίλαλος από κλαυθμούς οικείων για θάνατο.
αραβάνι (το), τρόπος καλπασμού άλογων.
αραδαριά (η), λοφοσειρά.
άρατα (τα), μάκρυνα μέρη ( Άλβ. arati =εξορία), «έγινε άρατος», «πήγε στ ' άρατα» - εξαφανίστηκε.
άραχλος (επίθ.), δυστυχισμένος, κακομοίρης.
αρ(γ)ιεύω (και αριώνω) (ρ) αραιώνω.
αρ(γ)ιωμάδα (η), κενό ανάμεσα στις σανίδες «μα είχε αργιωμάόα ή πόρτα της κι' είδα το πρόσωπο της» (Δημ. τρ.).
αρματώνω (ρ), ετοιμάζω, στολίζω, «καράβι αρματώνανε, νύφη να πάν να φέρουν» (Δημ. τρ.).
αρματωσιά (η), τα φορέματα τής νύφης.
αρμολόι (το), συναρμολόγημα, ευθυγράμμιση.
αρούπωτος (επίθ.), αχόρταγος.
αρουλιέμαι (ρ.), ωρύομαι («αρουλιώνται τα σκυλιά»)
ασπροκώλης, πτηνό πού έχει άσπρα οπίσθια, βλ.γκζίτα.
αστράρι (το), ή φόδρα.
ασπρούδα (η), 1) άσπρα σταφύλια 2) χιονοστιβάδα.
άστράχα (η), το γείσωμα τής στέγης ('Αλβ. streha ).
ασυγκόλευτος (επίθ.), ατημέλητος, νωθρός.
ασύφταγος (επίθ.), αχόρταγος, λαίμαργος.
ασυφταΐλα (η), λαιμαργία, πλεονεξία.
άταρο-ς (επίθ.), μαλθακό, όχι συμπαγές («άταρο το αυγό, άταρο το μωρό»)
άτσαλος (επίθ.), απρόσεκτος, ατημέλητος.
άφημα= (το), ό,τι αφήνει κανείς, απαλλαγή.
αφερούμ= (το) μπράβο, συγχαρητήρια (Τούρκ. afferim ).
αφορίζω- (ρ.), αποπέμπω δύσοσμα αέρια, κλάνω.
αφορμίζει= (ρ.), έπαθε μόλυνση («αφόρμισε η πληγή»).
άφτουρος= (επίθ.), σπάταλος, πού δεν κάνει οικονομίες.
αφύσικος= (επίθ.), όχι φυσιολογικός.
αχαΐρευτος= (επίθ.), απρόκοφτος.
αχαμνά= (τα), σεξουαλικά όργανα αρσενικών.

Β

Βα(γ)ιόλι= (το), μακρουλό τραπεζομάντιλο ( I ταλ. tovagliolo ).
βάκρινα= (επίθ.), μαυροπρόσωπη προβατίνα.
βαλαντωμένος= (μέλτ.), ερωτοπαθής.
βαλτός= (επίθ.), εγκάθετος, εντεταλμένος.
βανιά= (η), ζαλάδα, ίλιγγος.
βαρδακούρι= (το), χοντρό, κεντητό γιλέκο.
βαρέματα= (τα), αποσκευές.
βάρες= (οι), μεγάλα τσιμπούρια, πού ζουν στο δέρμα αιγοπροβάτων.
βαρκό= (επίθ.), ελώδες μέρος.
βαριόμοιρος= (επίθ.), δυστυχής.
βασκαντούρι= (το), θαλάσσιο όστρακο κρεμασμένο στο λαιμό προς αποφυγήν βασκανίας.
βασταγό=
(το), ο γάιδαρος.
βατεύω= (ρ., επί ζώων), εποχούμαι, επιτίθεμαι σεξουαλικώς.
βεδούρα= (η), ξύλινο δοχείο γάλακτος.
βελέντζα= (η), είδος κλινοσκεπάσματος (Τούρκ. velense ).
βεργολυγάω = (ρ.), κινούμαι ευλύγιστα σαν βέργα .
βερέμης (και βερεμιάρης)= φιλάσθενος ( Τούρκ. veremli = φθισικός ) « σήκω . βερέμη , φάει ψωμί » ( Δημ .τρ.) «κι' εγώ, η Γιαννούλα, η έμορφη, πήρα το βερεμιάρη» (Δημ. τ ρ.).
βερζί= (το), το «μήλο» τού μάγουλου «μα είχε τ' αχείλι κόκκινο και το βερζί βαμμένο» (Δημ. τρ.)
βετούλι= (το), δίχρονο κατσίκι (Λατ. vitulus).
βιλάρι= (το), ύφασμα τού αργαλειού (Λατ. Velarium).
βήσαλα=
(τα), κομματιασμένες πέτρες η τούβλα.
βιδόνι= (το), τενεκεδένιο δοχείο, μπιτόνι (Τούρκ. bidon) .
βίκα=
(η), πήλινο δοχείο, στάμνα.
βιό-ς= (το), 1) η περιουσία 2) αφθονία «άχασε το βιό του», «έχει βιός κρασί».
βιτσιά= (η), (Λατ. vitea ), παρακίνηση, εκβιασμός, («δεν παίρνει βιτσιά»).
βλάβει=
(ρ.), ζημιώνει, (αντί βλάπτει).
βλάγγος = (ο), ξανθοκόκκινο άλογο.
βλησίδι= (το), αφθονία.
βόθανος= (ο), γούρνα σχηματιζόμενη από υδατόπτωση στο ποτάμι.
βοϊδογλειψιά= (η), φυσική αναδίπλωση τριχώματος πάνω από το μέτωπο
βολά= (η), αντί φορά («μνιά βολά κι' έναν καιρό»)
βολύμι= (το), αντί μολύβι.
βόσκω= (ρ,) 1) γυρίζω άσκοπα, περιπλανιέμαι, «πού βοσκάς τόσην ώρα»; 2 . εξαπλώνομαι, βόσκει η φωτιά, η πληγή.
βούλομαι= (ρ.), θέλω, δέχομαι («βούλεσαι, γέρο μ ' βούλεσαι;» (Δημ. τρ.)
βουρκίλα=
(η), μυρωδιά του βούρκου. Βλ. μπρουτσίλα.
βουρλίζομαι= (ρ.), συγχύζομαι, αναταράσσομαι («σαν θάλασσα βουρλίζεται») Δημ. τρ.
βουτσέλα= (η), ξύλινο υδροδοχείο, βαρέλα (Άλβ. bucele )
βρακοζώνι= (το), ζώνη πλεχτή τον βρακιού.
βραχιόνα= (η), θάμνος ασφοδέλου. Βλ. καρμπούσια.
βρεστικά= (τα), αμοιβή για εύρεση χαμένου πράγματος.
βρουβί= (το), βολβός φαγώσιμος.

Γ

Γαλάδερφος= (ο), ομογάλακτος, ξένο βρέφος πού γαλουχείται από την ίδια τροφό με άλλο.
γαλάρια= (επίθ.), η γαλατερή, η θηλάζουσα.
γαλατσίδα= (η), είδος αγρίου χόρτου.
γαλαυτάκια= (τα), είδος αγρίων χόρτων.
γαλιότα= (η), πολεμικό πλοιάριο, (Ίταλ. galeota ).
γαρανιάζω= (ρ.), πάσχω από υπερβολική δίψα, αποξηραίνομαι, («γαράνιασε το κανάτι»).
γάτσινος= (επίθ.), πού έχει a σπρόξανθο τρίχωμα.
γγίχτηκα= (αόρ.), πειράχτηκα, ήρθα σε συμπλοκή.
γέννημα - τα=σιτηρά.
γεράνιο= (επίθ.), κυανόχρωμα, («γεράνιο κύμα»)
γιάδεμα= (το), γυναικείο μαντήλι, πού δένεται στό κεφάλι με ειδικό τρόπο.
γιάμπολη=
(η), είδος κλινοσκεπάσματος.
γιογγάρι= (το), είδος έγχορδου μουσικού οργάνου, (Τούρκ. yogar ). «γιογγάρι, γιογγάρι, για δε βαρείς γιαμάτα» (Δημ. τρ.)
γιοργάδα=
(η) καλπασμός ζώων.
γιορτόπιασμα= (το), βρέφος πού «συνελήφθη έν γαστρί» την παραμονή μιας γιορτής.
γιούκος= (ο), σωρός κλινοσκεπασμάτων.
γιουρντάνι= (το), περιλαίμιο (Άλβ. gjerdan )
γκάβαλο= (το), κόπρανο των άλογων (και «γκαβαλίνα»)
γκάργγουλο= (το), μικρό παιδί. (Άλβ. gargull : νεοσσός)
γκάρδιο= (το), συσκευή για άντληση νερού από το πηγάδι.
γκαρλαύτης-ικος= (επίθ.), πού έχει μεγάλα αυτιά.
γκεζεράω= (ρ.), περπατώ, περιφέρομαι (Τούρκ. gezerim ).
γκεσέμι= (το), ο επικεφαλής του κοπαδιού τράγος.
γκεστάω= (ρ), κουράζομαι, αποκάμνω («γκέστησα να περιμένω»)
γκζιαρλίζω= (ρ), ανακατεύω σκάβοντας («γκζιαρλίζουν οι κότες το χώμα την κοπριά»)
γκζίτα= (η), είδος αγρίου πτηνού Βλ. ασπροκώλης.
γκιόσα= (η), καλοθρεμμένη γίδα (Άλβ. Gose = ευτραφής έφηβη γυναίκα). λ. υβριστική για γυναίκες.
γκουλγγάτσια= (τα), αγριοκρέμμυδα.
γκορτσολογάω= (ρ), μτφ, περνάω την ώρα μου άσκοπα. (Άλβ. gorriceγριοχλαδιά, γκορτσιά)
γκουβούνα= (η), κόπρανο.
γκουβούνης= (ο), λ. υβριστική, βρώμικος, χοντροκομμένος.
γκούσια=
(η), μέρος τον στομάχου των πτηνών (Άλβ. gushe ).
γονατάρα= (η), περικνημίδα.
γονικό= (το), ό,τι προέρχεται από γονείς, ιδίως πατρικό σπίτι.
γλατζινιά= (η) δέντρο, ήμερο πουρνάρι.
γούβης= (ο), το πουλί «μπούφος», μτφ. ανόητος κουτός.
γουβίτσα= (η), η κοιλότητα του σβέρκου.
γουβράω= (ρ) για χοιρινά, επιζητώ συνουσία.
γούπατο= (το), μικρή κοιλότητα υπήνεμη.
γουρζέρα= (η), στενός γιακάς του πουκάμισου.
γουρνοπαπαδιές= (οι), χόρτα πού βλαστάνουν στα ρυάκια.
Γρίβας= (ο), λευκόφαιο άλογο.
γρουμπούλι= (επίθ.), παχουλό, στρογγυλό, είδος εξογκώματος (Άλβ. grumbule ),(«έφαγε κι' έγινε γρουμπούλι»)
γυαλί= (το), ποτήρι, καθρέφτης, κάτι ερειπωμένο, («και στο δικό μου το γυαλί, ρίξε σπυρί φαρμάκι» (Δημ. τρ.) «γυαλί βαστάει στα χέρια της» (Δημ. τρ.) «γυαλί το γκρέκι»
γυναικοκάρδης=
(επίθ.), άτολμος, δειλός.

Δ

Δανεικαριά= (η), Ι) η χρήση και περιφορά ενός και μόνο κουταλιού στο φαγητό από χωρικούς. 2) ανταλλαγή των ζώων στο αλώνισμα χωρίς αποδοχές.
δάρτης=
(ο), 1) μέρος της συσκευής του καδιού για αποβουτύρωση του γάλακτος. 2) ραβδί με το όποιο αποτρίβονται τα αραποσίτια στο αλώνι.
δεμοσιά= (η), ο δημόσιος δρόμος.
δέντρο=
(το), η βελανιδιά.
δεξίματα= (τα), ειδήσεις, υποδοχή («καλά δεξίματα να έχετε»)
διαβάζω= (τα), μτφ. διδάσκω, («διαβάζει ο δάσκαλος τα παιδιά»)
διακονόθρεμμα=
(το), πού έχει ανατραφεί με επαιτεία.
διασίδι= (το), το πανί πού υφαίνεται στον αργαλειό.
διάτανος= (ο), ο διάβολος.
διβωλίζω= (ρ), οργώνω το χωράφι για δεύτερη φορά.
διγόνι=
(το), όψιμο αρνί, μτφ. υστερότοκο παιδί.
δικέλλα=
(η), δικέλλι.
δίκουρο= (επίθ), δυο φορές κουρεμένο αρνί.
Δίπατο= (επίθ.), διόροφο.
δοκιέμαι= (ρ), αντιλαμβάνομαι, παίρνω χαμπάρι, («δεν σε δοκήθηκα»)
δράκος (δρακούλα)=
μτφ. το νεογέννητο, αβάπτιστο βρέφος.
δριμόνι= (το), κόσκινο με μεγάλες οπές.
δρόλαπας= (ο), ραγδαία βροχή συνοδευόμενη από παγερό άνεμο.
δρούγα= (η), το ραβδί του αραχτιού, του κλωστήρα. (Άλβ. druge ).

Ε

Έβγα= (τα), μτφ. Οι τελευταίες ημέρες του μήνα. («στα έβγα του Γενάρη»).
έγκωμος= (επίθ.), παχουλός.
εδιάηκα= (αόρ. ρ.), επήγα.
είνορο= (το), όνειρο.
έκα= (προστ.), σταμάτα στάσου.
εμ = (και εμού), όχι μόνο... άλλα και... «εμ κλέφτης - εμ και νοικοκύρης»(Τούρκ. hem )
εμπα= (τα), οι πρώτες ήμερες του μήνα.
έπραξα= (αόρ.), 1) ήρθα σε συνουσία 2) ενέργησα («Κυρ- Αναγνώσταινα δεν το'πραξες καλά») Δημ. τρ.
έργος = (ο), τμήμα γης πού ορίζεται για καλλιέργεια (σκάψιμο, σκάλισμα, θέρισμα)- «πήρα τον έργο σαν πλατύ» (Δημ. τρ.)
έχει = (τα), η περιουσία, ο ιδιωτικός πλούτος.

Ζ

Ζα = (τα), τα οικιακά ζώα.
ζάβαλης= άμοιρος, δυστυχής (Τούρκ. Zavalli ).
ζαβλακώνομαι= (ρ), είμαι κατάκοιτος από κατάχρηση φαγητού η πιοτού.
ζαβός= (επίθ.), δύστροπος, ανάποδος.
ζαβοτοπιά= (η), ανώμαλος, δύσβατος τόπος.
ζαερές= (ο), προμήθεια φαγώσιμων (Τούρκ. Zahire).
ζαλιά=
(η), φορτίο (Βουλγ. jal -βάρος).
ζάπη= (από a ζάπης-γενίτσαρος), εύκολόπιστος, πού μεταπείθεται εύκολα («δεν τον κάνεις ζάπη»)
ζαμπόγρηα= (η), μαραζωμένη, άσχημη γερόντισσα.
ζαχαρί= (επίθ.), κιτρινωπό χρώμα, «ζαχαρί μαντήλι-κεντημένο κίτρινο μαντήλι.
ζεβζέκης= (ο), κατάτροπος (Τούρκ. Zevzek : φλύαρος, Άλβ.-πειραχτήρι)
ζέβλα=
(η), κυρτή ράβδος, πού συνδέει δύο αρότρων τα βόδια.
ζεμπερέκι=
(το), μοχλός της πόρτας (Τούρκ. zamberek).
ζερβοκουτάλας= (επίθ.), αριστερόχειρας.
ζεύω= (ρ), 1) συνδέω τα ζώα στο ζυγό. 2) μυρίζω άσχημα, βρώμικα («έζεψε ο τόπος»)
ζυγούρι= (το), δίχρονο αρνί.
ζητάω= (ρ), επιζητώ συνουσία «ζητάει η φοράδα)
ζίλιο= (το), μέρος του σώματος μεταξύ μηρού και κοιλιάς.
ζιόγκος=
(ο), όγκος, οίδημα (Άλβ. xhunge).
ζούδι= (το), μικρό και άγριο ζώο. Μτφ. ζωηρό, πονηρό παιδί.
ζούλα=
(η), ώριμο αχλάδι η γκόρτσο.
ζουπακιάζω= (ρ), πιέζω δυνατά, κατανικώ.

Η

Ήγκαιρα= (επίρ), εγκαίρως
ήγκαιρο= (επίθ), ώριμο, στην ώρα τον, έτοιμο.
ηλιόβγαλμα= (το), ανατολή του ήλιου.
ηλιόγεννη= (επίθ), κόρη εξόχου καλλονής.
ηλιόγερμα= (το), δύση τον ήλιου.
ηλιοπύρι= (το), υπερβολικά καυστικός ήλιος, ζέστη τον ήλιου.

Θ

Θαγκρίζω= (ρ), βλέπω, διακρίνω αμυδρά.
θάμα= (το), θαύμα.
θάμασμα= (το), άξιο θαυμασμού («ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο» Δημ. τρ.)
θανατά= (τον), θανάσιμα, του θανάτου, («έπεσε του θανατά»)
θανατικό=
(το), θανατηφόρα επιδημία.
θεΐσιο= (πουλί), Ιπτάμενο αγριοπούλι, σε αντίθεση με υδρόβιο.
θελά
= θα (με ρήμα μαζί)
θέλημα= (το), 1 ) δουλειά για διεκπεραίωση, υπόθεση («τον έστειλα για κάποιο θέλημα») 2) πράγμα, («ήρθα να πάρω το θέλημα»)
θεριακωμένος=
(επίθ), μεγαλόσωμος («Θεριακωμένο παιδί»).
θρακόβολη (η), σπινθήρες με στάχτη μαζί.
θρεμμένος= (επίθ), καλοταϊσμένος, ευτραφής («θρεμμένο αρνί»)
θροίζει= (ρ), κινείται το φύλλωμα των δέντρων.
θροΐζομαι= (ρ), ζαλίζομαι.
θροΐλα= (η) ζαλάδα, ελαφριά σκοτοδίνη.

Ι

Ίγγλα= (η), ζωνάρι, κυρίως δερμάτινο, προσδεμένο στο σαμάρι του ζώου για εξασφάλιση ισορροπίας του φορτίου. (Λατ. singula , Άλβ. hingla ).
ιδιάζω= (ρ), ταχτοποιώ, ευθυγραμμίζω («έλα να ιδιάσουμε το πανί τον αργαλειού»)
ιδιανός-η= (επίθ.), ο ίδιος, («σύρε και στην αγκωνή, ρώτα και την ιδιανή» Δημ. τρ.)
ίσκιος= (ο), μτφ. προστασία, ασφάλεια («ζω με τον ίσκιο του»).
Ίσκιωμα= (το), φάντασμα, οπτασία.
ιράμ (και χιράμι)= σεντόνι.

Κ

Καβούκι= (το), όστρακο (Τούρκ. kavuk)
καβουριάνοι= (οι), παρατσούκλι των κατοίκων τής Δόριζας.
κα(γ)ενάς= (ο), ομελέτα. (Τούρκ. kayana).
καζαντάω-ίζω= (ρ),προοδεύω (Τούρκ. kazandim =κέρδισα ).
και (αντί τού διότι) «έλα και έσκασα» «έλα και δεν μπορώ»
κακιώνω= (ρ), αγριεύω, γίνομαι κακός. «Κι' αν χιονίσει κι' αν κακιώσει» (Δημ. τρ.)
κακοζώητος= (επίθ.), που ζει στερημένη, δύστυχη ζωή,
κακοκέφαλος=
(επίθ), ισχυρογνώμονας, ανυπάκουος.
κακοντέλης=
(επίθ), κακομοίρης.
κακοτράχαλος= (επίθ), ανώμαλος, δύσβατος (δρόμος).
καλαμοβύζα=
(επίθ.), πού έχει μεγάλους και μακρύς μαστούς.
καλατζούκα=
(η) είδος ποιμενικής καλύβας.
κάλεσα= (επίθ), προβατίνα λευκή πού έχει μελανά στίγματα στο κεφάλι.
καλεστής
=(ο), που προσκαλεί
καλή = (η), η αγαπημένη, η ερωμένη, («πού έχασα την καλή μου, π' αγάπαε η ψυχή μου» Δημ. τρ.)
καλιάζω = (ρ), 1)προσκολλώμαι, κρεμιέμαι «κάλιασε πάνω στο κλαρί» 2) ταιριάζω, προσαρμόζω, πετύχαινα)
καλικούτσα = (η), πάνω στην πλάτη (Αλβ. Kale gace )
καλμπατσάκι = (το), ελώδες μέρος.
καλούδια = (τα), χρήσιμα αντικείμενα, στολίδια.
καμπανέλια
= (τα), οι όρχεις,
καμώνομαι = (ρ), 1) προσποιούμαι, υποκρίνομαι «έλα μην καμώνε­σαι» 2) (επί κατάρας) «να του καμωθεί να σκάσει» 3) ησυχάζω.
κανέμ = άλλα, μα
καντήλα = (η), φλεγμονή του δέρματος
κάντιο = (τα), είδος καραμέλας από ζαχαροκάλαμο. (Αγγλ. candy )
καπούλι = (το), η οπίσθια ράχη, τα νώτα των τετραπόδων ζώων (Λατ. scapulae ).
καράγιαλης = (ο), βορειοδυτικός άνεμος (Τούρκ. karayel )
καραμπέρα = (η), μαύρο .μαντήλι πού φορούσαν οι Έλληνες για να διακρίνονται από τους Τούρκους.
καραμπογιά = (η), βαφή μαύρου χρώματος.
καρδάματα = (τα), χόρτα πού βλασταίνουν στα ρυάκια.
καρκαλέτσια = πάνω στην ωμοπλάτη και στο σβέρκο (Αλβ. karkalec =ακρίδα) (τρόπος μεταφοράς μικρών παιδιών)
κάρκανο = ξεραμένο χώμα η άλλο αντικείμενο πού καίγεται («κάηκε κι' έγινε κάρκανο»)
καρκάτσελος = (επίθ), ολόγυμνος.
καρμπούσι = (το), ο μίσχος των ανθέων πού λέγονται «βραχόνες» (ασφόδελοι)
καρναβίτσα = (η) (και καρνάβα), αποξηραμένη φλεγμονή, a κροχορδών.
καρσί
= (επίρ), κατ ' ευθείαν απέναντι (Τούρκ. kars? ).
καρσιντάω = (ρ), σκοπεύω το στόχο κατ ' ευθείαν.
καταβολάδα = (η), τρόπος μεταφύτευσης.
κατάκαμπα = στη μέση του κάμπου.
κατακρήατα = επάνω στο σώμα. («φοράει τη φανέλα κατακρήατα», «τον πήρε η σφαίρα κατακρήατα») = μέσα στο κρέας.
κατάλακα
= στη μέση τής λάκας.
κατάπιασμα = (το), το ανακάτεμα του ζυμαριού.
κατάραχα = στην κορυφή του λόφου.
κατάσαρκα = γύρω στην σάρκα.
κατάστρατα = στη μέση του δρόμου.
κατουριτικα (καί κατουριώτικα)= που ανήκουν στην κάτω ρούγα (συνοικία) του χωριού, («κατουριτικα γίδια-το γιδοκοπάδι τής κάτω ρούγας)
κάτσενα = (επίθ), προβατίνα με κοκκινόχρωμο πρόσωπο.
κάτσενος = (επίθ), πού έχει ξανθοκόκκινο τρίχωμα.
κατσιάζω = (ρ), μαραζώνω από καταπίεση.
κατσιασμένος = (επίθ), μαραζωμένος και υπανάπτυκτος.
κατσιούλα = (η), σκούφια, κουκούλα (Λατ. ca psule , Αλβ. kacule)
κατσούλα = (η), γάτα.
κατσουλέρα = (η), κορυδαλλός.
κατσουλιά = (η), αποπάτημα των πουλιών.
καψαλήθρες = (οι), κόκκινα στίγματα στα πόδια πού προκαλούνται από ζέστη της φωτιάς
καψαλίζω = (ρ), πυρακτώνω ελαφρά.
κείτου = (προστ. το κείμαι-κείτομαι) [και κοιτάξου]- (και κείτομαι-πλαγιάζω) ξάπλωσε, κοιμήσου, («σήκω, βερέμη, φάει ψωμί, σήκω, βερέμη, κείτου» (Δημ. τρ.)
κελεπούρι = (το), ανέλπιστο εύρημα, κέρδος (Τούρκ. kelepir =λάφυρο)
κεπτσέ
= (το), τρυπητή κουτάλα (Τούρκ. kepce)
κέτοιος = αντί τέτοιος.
κετοιώνω = (ρ), το ρήμα χρησιμοποιείται προκειμένου για σεξουαλική πράξη («την κέτοιωσε, θα σε κετοιώσω»)
κιάρος = (επίθ), άσπρος, καθαρός. (Ίταλ. chiaro =διαυγής).
κιαπέ = (επίρ), ύστερα («κάτσε να φας κιαπέ φεύγεις»)
κιάφι = (το), θειάφι (ρ. κιαφίζω)
κιβούρι = τάφος.
κιντινάρι = (το), εκατοντάδα, κατοστάρι («ένα κιντινάρι σκόρδα») (Λατ. centenarium),
κιοτεύω = (ρ), δειλιάζω.
κιοτής = (επίθ), δειλός. (Τούρκ. kotu =κακός Αλβ. goti =μικρόψυχος)
κιουπι= (το), πιθάρι. (Τούρκ. kup, Αλβ. gypi).
καρκινέζι= (το), άγριο πτηνό (κίρκος) /Τούρκ. kerkenes /, μτφ. στη φράση «σε κλαιν τα κιρκινέζια»=είσαι αξιολύπητος.
κλαμπούνια=
(τα), βέργες, λιανόξυλα.
κλαρώνω= (ρ), ψηλώνω, μεγαλώνω («κλάρωσε το παιδί= ψήλωσε)
κλιτσινάρα=
(η), κλείδωση, πίσω μέρος του γόνατος
κο(γ)ιόνης= (επίθ), πονηρός, είρων (Τούρκ. koyun)
κοδέλα= (η), στροφή (πληθ. κοδέλες-δρόμος με στροφές.)
κοζιόκα= (η), μάλλινο ρούχο χωρίς μανίκια (Τούρκ. kozuk )
κοιλιάρικο= (επίθ. θωπευτικό και επιτιμητικό), νεογέννητο.
κοιλοπονάω= (ρ), έχω πόνους πριν και κατά τον τοκετό.
κοκκοσέλι= (το), χαλάζι.
κοκκοφρύγκι= (το), παρασκεύασμα από το πρώτο γάλα.
κολάνι= (το), έποχον, δερμάτινη λουρίδα τον σαμαριού (Τούρκ. kolan =ζουνάρι)
κολλιέμαι= (ρ), παλεύω, συμπλέκομαι («μη κολλιόσαστε, παιδιά μου»)
κολίνα= (η), τεμάχιο του σκόρδου, σκορδαλίνα.
κολιάστρα= (η), το πρωτόγαλα (Λατ. kolastra , Αλβ. kolloshtra).
κολιτσάκι= (το), μετάλλινο η ξύλινο μέρος του σαμαριού.
κολιτσαριάζομαι= (ρ), σμίγω, συνδέομαι.
κολιτσίδα= (η), αγκαθωτό άγριο φυτό.
κόνιδα= (η), το αυγό της ψείρας.
κοπανίστρα= (η), γυναίκα πού πλένει με τον κόπανο.
κοπετίνα= (η), ξερός όγκος χώματος.
κόπια= (τα), οι κόποι («πάν τα κόπια μου χαμένα»)
κόρα = (η), φλοιός, πέτσα (κυρίως στο ψωμί) (Αλβ. korja)
κοράτσα= (η), ξερή επιφάνεια (ρ. κορατσιάζω) ( Αλβ. korese)
κορίτα= (η), σκάφη (Αλβ. korite)
κόμπρα= (επίθ), μαυρόχρωμη φοράδα.
κοροΐλα= (η), αποκρουστική μυρωδιά.
κορώνω = (ρ), βρωμάω. («κόρωσε ο τόπος»)
κοτάω= (ρ), τολμώ.
κοτσάνι= (το), μίσχος (Τούρκ. και Αλβ. kocan)
κοτσανιάζω = (ρ), ξυλιάζω («κοτσάνιασα από το κρύο»)
κούελο= (επίθ), ηλίθιος, χαζός.
κούζος= ο), μτφ. τελευταίος στη σειρά.
κουλούκι= (το), τυφλός. (Τούρκ. korluk =τύφλα ).
κουμάσι= (το), κατοικία χοιρινών (Τούρκ. kumes )
κουντούρι=
(το), μέρος του αλετριού.
κουπάρια= (τα), πρόποση στο γαμήλιο γλέντι.
κούρβουλο=
(το), άμπελοκούτσουρο (Λατ. kurvulys)
κουργιαλός=
(ο), υπόνομος.
κουρεμπάτσι= (το), μαδημένο, καταφαγωμένο («φάγανε οι γίδες τη γλάστρα και την κάνανε κουρεμπάσι») (Τούρκ. kırbac =μάστιγα).
κούρος= (ο), το κούρεμα.
κουρούνης= (επίθ), μτφ. κακομοίρης, δύστυχος.
κουσούρι= (το), ελάττωμα (Τούρκ. kusur).
κουστέκι= (το), 1) πεδούκλι 2) γυναικείος κορσές.
κουτούκι= (το), κούτσουρο (Τούρκ. kutuk).
κουτουλάς (και κουτούλι)= υδροδοχείο.
Κουτουλάω= (ρ), κινείται το κεφάλι μου πάνω - κάτω κυρίως όταν με πιάνει ύπνος.
κουτουράω= (ρ), αποτολμώ, αποφασίζω.
κουτρούλι= (το), σωρός χώματος στο αμπέλι.
κουτσούβελα= (τα), σκεύη, μικροέπιπλα, μτφ μικρά παιδιά.
κουτσούνα= (η), κούκλα.
κράνη (η), υπερβολική πείνα, βουλιμιά («οι κότες, τις έπιασε κράνη», «κράνη, ντε»)
κρεμαστάρα= (η), τρόπος κρεμάσματος.
κριτσιάνα= (η), μαλακό κόκαλο (Αλβ. kerce).
κρόσσια= (τα), πλεχτά στολίδια στην άκρη των φορεμάτων.
κωλαργάτης=
(ο), ο εργάτης πού είναι τελευταίος στη σειρά, κατά το σκάψιμο του αμπελιού.
κωλιάνισα=
(η), δυσεντερία.
κωλόκουρο= (το), μαλλί από κούρεμα των οπισθίων.
κωλομέρι=
(το), ο γλουτός, τα οπίσθια,
κωλοπάτι= (το), ο πυθμένας δοχείου.
κωλόπανο= (το), ρούχα τού βρέφους.
κωλοσουρμένη= (επίθ), ανήθικη, διασυρμένη γυναίκα.
κωλοφωτιά,
(η), πυγολαμπίδα
κωλώνω= (ρ), γυρίζω, φέρνω πίσω, επιστρέφω, («άιντε, να κωλώσεις τα ζώα»).

Λ

Λάγανο, (το), νοσηρό φύμα κάτω από τη γλώσσα μουλαριού η άλογου.
λαγαρό, (το), λεπτό και ευαίσθητο μέρος του σώματος γύρω από τα «αιδοία» («το έπιασα από το λαγαρό, το βάρεσα στα λαγαρά»). (Τούρκ. lagar = λεπτός)
λαγγεύω , (ρ), έχω ακούσιο παλμό των βλεφαρίδων.
λαγγοδέρνω, (ρ), έχω δύσπνοια, («λαγγοδέρνει τ' άλογο») αγωνιώ.
λ(ι)αγγουρίζω, (ρ), λοξοκοιτάζω.
λόγιος, (επίθ), μαύρος.
λα(γ)ιογουρντού, (η), γυναίκα πού φοράει μαύρο γιουρντί. «λαϊογουρντού, λαϊογουρντού, εσύ μου σήκωσες το νου» (Δημ. τρ.).
λαδάδελφος, (ο), γιος του νονού.
λαδικό, (το), δοχείο λαδιού, μτφ. ακάθαρτη γριά.
Λαμπριάτης, (ο), αρνί πού προορίζεται για σφάξιμο το Πάσχα.
λαμπρίτσα, (η), ζωύφιο κοκκινόμαυρο, πού εμφανίζεται την άνοιξη.
λαπάντι, καθαρά, άθικτα, αζημίωτα, ανέξοδα.
λατανάω, (ρ), βασανίζω («μη με λατανάς»),
λέ, (επίκληση), «λέ μάνα!»
λέβα, μτφ. ταχτοποιημένα, τελειωμένα, («τα 'χεις ούλα λέβα»).
λεκεύω, (ρ), κουράζομαι, γίνομαι κουρέλι («ελέκεψα- κουράστηκα πολύ, «είμαι λεκεμένος- κατάκοπος) / Αλβ. lecke =κουρέλι]
λιανάκι,
(το), μικρή ψείρα.
λιάρος, (επίθ), ασπρόμαυρος («λιάρο βόδι») (Αλβ. laro =παρδαλός).
λιάστρα,
(η), τόπος πού ηλιάζεται κάποιος.
λιγδοτάμπαρο, (επίθ), μτφ. λερωμένος, βρώμικος.
λιθοπάτης, (ο), πυώδες οίδημα στο πέλμα.
λίμα, (η), πείνα, λαιμαργία, λιμός.
λίμπα, (η), πήλινο δοχείο λαδιού
λιμπίζομαι, (ρ), επιθυμώ, ορέγομαι
λόζιο, (το), τόπος πού κοιμούνται τα χοιρινά. (Αλβ. losh ) («κάνει λόζιοκοιμάται»).
λοστάρι, (το), χοντρό και κυλινδρικό ραβδί.
λότζα, (η), μέρος πού κοιμούνται τα χοιρινά.
λοιώμα, (το), το αλωνιζόμενο σιτηρά.
λουλί, ευκοιλιότητα («χέστηκα και με πήγε λουλί»).
λουμάκι , (το), μακρύ και ίσιο κλωνάρι ελιάς.
λουπουνιάζω, (ρ), καταβροχθίζω, κατατρώγω. (Αλβ. Ilup)
λούτσα, (η), λασπώδης κοιλάδα. Καταβρεγμένος, («βράχηκαν τα σκουτιά μου κι' έγιναν λούτσα»)
λουτσάω, (ρ), καταβρέχω με βρώμικο νερό.

Μ

Μάγγανο, (το), φιλονικία, λογομαχία, μάλωμα.
μαγκλάρας, (ο), ψηλόσωμος και άσχημος.
μάζω, (προστ.), περιμάζεψε, («μάζω τα περιστέρια σου, βρ' Αγγέλω») [Δημ. τ ρ.]
μαζωχτικά, (τα), αμοιβή για εργασία μαζέματος, συγκομιδής.
μάζωξη, (η), συγκέντρωση, σύναξη, («τ ' έχουν οι κλέφτες μάζωξη») (Δημ. τρ.)
μαθαίνω, (ρ), διδάσκω, («μαθαίνει ο δάσκαλος τα παιδιά γράμματα»).
μαθέ-ς, (επίρ), τάχα, δήθεν.
μάιδε, (σύνδ.), ούτε. μήτε («μάιδε έγειρα, μάιδε πλάγιασα») (Δημ. τρ.)
μαλλιάζω,
(ρ), 1) απελπίζομαι, στενοχωριέμαι («εμάλλιασε η καρδιά μου») 2) έχω σημεία ηβικής ανάπτυξης («μαλλιάζει το παιδί»)
μανιά, (η), Γιαγιά (και μανίτσα-η Γιαγιούλα).
μαραγιάζω, (ρ), μαραίνομαι, ζαρώνω («το μήλο σέλπεται, κυδώνι μα­ραγκιάζει») (Δημ. τ ρ.)
μαργώνω, (ρ), κρυώνω, παγώνω.
μαρκαλάω, (ρ), συνουσιάζομαι (για τράγους και κριάρια), οχεύω.
μαρκαλιέμαι,
(ρ), (για γίδες και προβατίνες), έχω σεξουαλική όρεξη.
μάρκαλος,
(ο), περίοδος οργασμού κριαριών και τράγων.
μαρμακιάζω, (ρ), συγχύζομαι, αποβλακώνομαι.
μασκαλιάρης, (ο), ο δεύτερος στη σειρά του χορού η του σκαψίματος.
μασιά,
(η), όργανο για περιποίηση τής φωτιάς (Τούρκ. masa= πυράγρα).
ματα,
(σύνδ.), πάλι, ξανά (ματατρώ, ματακάνω κ.λ.π.)
μάτζαλα, (τα), ευτελή έπιπλα η υφάσματα («άτσαλα-μάντζαλα»).
ματσουλάω, (ρ), μασάω.
μελέτημα, (το), θύμηση, έπαινος («καλή του ώρα και καλό του μελέτημα»)
μελιγκόνι, (το), κοκκινωπό και μεγάλο μυρμήγκι.
μερελός, (επίθ), μωρός, τρελός.
μεριά, (τα), οι γλουτοί (και κωλομέρια).
μυρώνια, (τα), εύοσμα και νόστιμα άγρια χόρτα.
μεσαριά, (η), παράλειψη, κάτι μισοτελειωμένο («με άφησες μεσαριά»)
μεσσήνα, (η), μεταξωτό, χρωματιστό, καλαματιανό μαντήλι.
μέτζα, (η) και μίτζα, κακή συνήθεια, ιδιοτροπία, («έβγαλε μέτζα τ 'άλογο)
μήνα, (ερωτ.), μήπως, μη τυχόν.
μητάρι , (το), μέρος του αργαλειού.
μισόγλωσσος, (επίθ), τραυλός, ψευδός.
μοιρινά, (τα), η τύχη («κλαίω τα μοιρινά μου»), μοίρα.
μόλεψη, (η), μόλυνση.
μονάντερος, (επίθ), αδύνατος.
μουλαϊμης, (επίθ), καλόκαρδος, ευγενής, (τούρκ. mulaj )
μουρτάτης, εξωμότης, αποστάτης. (Μουρτάτικα χωριά, προσκυνημένα στον καιρό της επανάστασης 1821)
μπαζίνα, (η), φαγητό παρασκευαζόμενο με μπομποτένιο αλεύρι. (Τούρκ. bezin)
μπάθα , (η), ο σπόρος των κουκιών (Αλβ. bathe)
μπαΐρι, αποξηραμένη γη («το χωράφι έγινε μπαΐρι από τη ζέστη (T ούρκ. bağır).
μπακανιάρικος, (επίθ), κοιλαράς (Αλβ. Barkanjos), με διογκωμένη κοιλιά.
μπαλαρμάς, (ο), μολυβδένιο σφαιρίδιο «Βασίλω μ ' τα κόυμπούρια σου, με τι τα ‘χεις γιομάτα; - γιομάτα με το μπαλαρμά»)
Μπάλιος, (ο), ξανθοκόκκινο άλογο.
μπάμπαλος, (ο), καταβεβλημένος γέρος («γερομπάμπαλης») (Τούρκ. babalı)
μπαντανία, (η), είδος κεντητού κλινοσκεπάσματος. (Αλβ. Batania)
μπαρέζι,
(το), κόκκινη κορδέλα, που φέρεται πάνω από το μέτωπο των γυναικών.
μπαρμπαϊλα, (η), ξηρασία.
μπατάκι, (το), βούρκος. (Τούρκ. batak).
μπαταλιακός, (επίθ), ευτελές, άχρηστο, άχαρο (Αλβ. Batall)
μπάτσα, (η), σκαμπίλι, κόλαφος. (Αλβ. Backe).
μπεγεντίζω, (ρ), υποδέχομαι, περιποιούμαι. (Αλβ. Bejentis)
μπελετζίκα , (η), αποξηραμένο κομμάτι χώματος λασπερού ( Αλβ. Balcik)
μπεζεστένι,
(το), λαϊκή αγορά, παζάρι (Τούρκ. bezesten)
μπενοβράκι, (το), σώβρακο.
μπεντιαβά, δωρεάν, τσάμπα. (Τούρκ . Bedava ).
μπεντινα, φτηνό.
μπερέσι, ανοιχτό («άφησε την πόρτα μπερέσι»)
μπερσίμι, (το), μεταξωτή κλωστή, («να του πλέξω μία ποδιά με ασήμι, με μπερσίμι») (Δημ. τρ.) (Τούρκ. ibirsim).
μπεσίκι, (το), κρεβάτι για νήπιο. (Τούρκ . beşık ) .
μπίθιακας, (ο), κοντόχοντρος με εξογκωμένα οπίσθια. (Αλβ. bythe = κώλος)
μπίμπα, (η), μεγάλο κουδούνι, πού φέρνει στο λαιμό του ο ηγέτης του κοπαδιού τράγος.
μπινάς, (ο), τοίχος. (Τούρκ. bina=κτίσμα).
μπινιάρι - ικο, (το), δίδυμο (Αλβ. Binjak).
μπινιάτα, (η), πιατέλα, πινάκιο.
μπιρμπίλι, (το), αηδόνι. (Αλβ. Birbill).
μπίρος, (ο), γιος. (Αλβ. Bir) . «για ν' αγαπήσουνε το μπίρο μ ' τα καημένα» (Δημ. τ p .).
μπίτι, εντελώς, καθόλου («δεν κατάλαβα μπίτι τίποτα») (Τούρκ. bitti =τελείωσε)
μπλαθρί, (το), ο (μ)πλάστης,
μπλαμουτσίζω, (ρ), καταβρέχω, χτυπώντας τα νερά
μπλαστί, σέρνοντας, κυνηγώντας από πίσω. («πήραμε τον εχθρό μπλαστί»)
μπλεζόνι,
(το), καρπούζι.
μπλεχονιάρης, (επίθ), κοιλαράς.
μπλότσω, (η), λασπερή κοιλάδα, μτφ ατημέλητη και ακάθαρτη γυναίκα.
μπογάνα,
(η), κωνικός δίσκος πού σκεπάζει ψηνόμενο φαγητό.
μπόλια, (η), 1) το περιτόναιο των εντοσθίων 2) γυναικείο μαντήλι, («κατέβασε τη μπόλια σου και σκέπασε τα φρύδια») (Δημ. τρ.)
μπόλικο, (επίθ), άφθονο (Τούρκ. bol ).
μπονίτσα-ούλα, (η), ερμάριο, οπή στον τοίχο.
μπόσικο, (το), χαλαρό, επιπρόσθετο («είναι μπόσικο το χώμα», «μπό­σικο δεμάτι»).
μποτσίκι, (το), σκυλοκρέμμυδο (Αλβ. bocke).
μπράσκα, (η), χερσαίος βάτραχος. (Αλβ. breshkej (και μπρασκοκοίλης- κοιλαράς)
μπούζι, κρύο, παγωμένο (Τούρκ. buz).
μπουζιάζω, (ρ), έχω κάποια πάθηση στα χείλη, («μπούζιασε η προβατίνα»)
μπούλια, (τα), παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι για τις εορτάσιμες η πένθιμες περιπτώσεις, κόλυβα.
μπούλμπερη, σκόνη, «στάχτη και μπούλμπερη να γίνει» (Λατ. bulber) .
μπούμπα,
ολάνοιχτη, («έχεις τις πόρτες μπούμπα»).
μπουρίτσα, (η), μικρό δερμάτινο υδροδοχείο, ασκί.
μπουρμπούτσελο, (το), ο καρπός τον πυράκανθου.
μπουρνελιό, (η), είδος κορομηλιάς.
μπούστο, (το), γυναικείο γελάκι, στηθόδεσμος. (Ίταλ. Busto).
μπούτσικα, μαυροπρόσωπη προβατίνα, π ου έχει στο κεφάλι άσπρο μπαλάδι.
μπουχάω, (ρ), καταβρέχω (με νερό από το στόμα (Αλβ. Buhanin).
μπροστάρης, (ο), οδηγός πλήθους, κεσέμι.
μπροστούρα, (η), αχώνευτο περιεχόμενο του στομαχιού των ζώων.
μπρου, (επίρ), πριν («έχω να σε ιδώ μπρού τον πόλεμο).
μπυρισμένος, (επίθ), καμμένος από φωτιά, μτφ. δύστυχος, («στη μπυρισμένη Άράχωβα») [Δημ. τρ.)
μώρα, (η), μωρία, ανοησία, χαύνωση. («μώρα και κασίδα να σε πιάσει»).
μαυρόχαυλος,
(επίθ), αποχαυνωμένος.
μωρώνω, (ρ), καθησυχάζω, αποκοιμίζω, («άιντε να μωρώξεις το δράκο, που κλαίει»).

Ν

Νάκα, (η), δερμάτινο λίκνο για τα βρέφη.
νερατζομάγουλο, (επίθ), κοκκινομάγουλος.
νεροπλαντάζω, (ρ), πάσχω από υπερβολική απορρόφηση νερού, («νεροπλάνταξε η γλάστρα»).
νεροσουρμή, (η), αυλάκι που σχηματίζεται στίς πλαγιές από βρόχινο νερό.
νια, μία, μια «νιά βολά κι' έναν καιρό»
νιάκαρο, (το), νήπιο.
νίλα, (η), έλεος, οίκτος μτφ. ατυχία, ζημιά («έπαθα μια νίλα!»).
νισάφι, έλεος. (Τούρκ. insaf).
νογάω, (ρ), εννοώ, καταλαβαίνω.
νοτισμένος, (μτχ), υγρός, βρεγμένος.
ντάλα, (επίρ), ακριβώς, στην ώρα του («ντάλα μεσημέρι»).
νταμωτό,
(πανί), σταυροκέντητο.
ντάρα, (η), απόβαρο ( Αλβ. Dare)
ντάσκα, επ' ώμου («πήρα ντάσκα το ταγάρι»)
νταύρος - νταυραντισμένος, (επίθ), δυνατός σφριγηλός («νταυρόπαπας»).
ντεβεκέλης,
(επίθ), αγαθός, φιλότιμος. (Τούρκ. tevekkelli) .
ντενταρούκια (τα) εφόδια («να ‘ρθήτε με το ζαερέ σας και με τα ντενταρούκια σας») (Τούρκ. tedarik )
ντεροκαλίζομαι, (ρ), ρεύομαι.
ντιλάρι, (το), ευθυτενής, εύσωμος (Τούρκ. Dilara = ραβδί).
ντιλμπέρι
(το), γοητευτικό, όμορφο παιδί.
ντιρέκι, (το), ευρύκορμος, ψηλός (Τούρκ. direk =δοκάρι).
ντιριέμαι, (ρ), διστάζω.
ντόκα, (η), είδος παιχνιδιού με πέτρες , (Αλβ. doke)
ντορής , (ο), κοκκινόχρωμο άλογο.
ντουβλούκι, (το), κουτός.
ντουένι, (το), εργαλείο για αλώνισμα.
ντουντούκια, (τα), κούτσουρα από ρίζες δέντρων.
ντουσέκι, (το), στρώμα κρεβατιού (Τούρκ. döşek ).
ντρένια, (η), σταχτοκόκκινη γίδα ( Αλβ. Drenje)
ντρόμιζες, (οι), βρασμένα βωλίδια ζυμαριού ( Αλβ. Dromcow)
ντωτό, (επίθ), ανάλαφρο, όχι σφιχτό.
ντώνω, (ρ), 1) χαλαρώνω («ντώσε τη θηλιά») 2) ημερεύω («έντωοε ο καιρός»).

Ξ


Ξάγνατο, (το), περίβλεπτο μέρος.
ξαγγρίζω, (ρ), εξαγριώνω, ερεθίζω.
ξαδειάζω, (ρ), σχολάζω, ευκαιρώ («άσε με να ξαόειάσω λιγάκι»).
ξακρίζω , (ρ), καλλιεργώ χωράφι από άκρη σε άκρη.
ξαμώνω, (ρ), αιφνιδιάζω, εκφοβίζω με χειρονομίες, («μην ξαμώνεις τα ζά»)
ξάνη, (η), η εργασία πού λαναρίζονν (ξαίνουν) τα μαλλιά για γνέσιμο.
ξεβγάζω,
(ρ), 1) ξεπλένω από σαπούνι πλυμένα ρούχα 2) ξεπροβοδίζω («πάμε να ξεβγάλουμε τους ξένους», «άιντε, να ξεβγάλεις τα ζά»).
ξεβγαλμένη, (επίθ), μτφ. παραστρατημένη γυναίκα.
ξεΐγγλωτος, (επίθ), νωθρός, χωρίς σφρίγος άνθρωπος.
ξεκόβω, (ρ), απομακρύνομαι, αποκόπτομαι («ξέκοψε η προβατίνα και χάθηκε»)
ξεκουτιαίνω, (ρ), αποβλακώνω («πάψε, μας ξεκούτιανες!»)
ξεματιάζω, (ρ), θεραπεύω κάποιον από μάτιασμα.
ξενάδελφος-η, αδελφοποιτός («μα 'κάνα μια ξενάδερφη, να πλένει τα σκουτιά μου» Δημ. τρ.)
ξενοβραδυάζω, (ρ), διανυκτερεύω σε ξένο οίκημα.
ξενογάμης,
(δ), μοιχός.
ξενογεννάω, (ρ), μτφ. μοιχεύομαι.
ξενοτικό, (επίθ), από ξένο τόπο («ξενοτικό αραποσίτι»), όχι ντόπιο.
ξεπρογκάω,
(ρ), με φωνές τρομάζω και σκορπίζω τα ζώα.
ξεπυτάω-ίζω, (ρ), εξαντλούμαι από πείνα.
ξεράδι, (το), ξερό ξύλο, μτφ. πόδια η χέρια, («μάζω τα ξεράδια σου»)
ξεραΐλα,
(η), ξηρασία, μτφ. έλλειψη.
ξερό, (επίθ), ασυνόδευτο («τρως ξερό ψωμί, ξεροφάι-χωρίς τίποτ ' άλλο).
ξερομαχιάζω,
(ρ), αποξηραίνομαι («ξερομάχιασε το κανάτι»)
ξενομερίτης, (επίθ), ο από ξένο μέρος.
ξενοχωρίτης, (επίθ), ο από ξένο χωρώ.
ξέστρατα, έξω από το δρόμο («ξέστρατα πάς»)
ξεστρατάω, (ρ), φεύγω από τον ίσιο δρόμο, αλητεύω.
ξεσυνερίζομαι, (ρ), συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι.
ξεχλιάνω, (ρ), ησυχάζω, αναπαύομαι («άσε να ξεχλιάνει ο καιρός, το φαΐ»)
ξιάλη, (η), ραβδί πού κεντρίζει τα ζώα στην αροτρίωση.
ξίκικος, (επίθ), λειψός ατό βάρος μτφ. ασυνεπής.
ξομπλιάζω, (ρ), απομιμούμαι ειρωνικά.
ξυλιάζω, (ρ) μτφ. παγώνω από το κρύο.
ξυλόχτενο , (το), χτένι του αργαλειού.
ξύφαση, (η), αποπεράτωση του υφάσματος στον αργαλειό, μτφ. τέλος («μας ήρθες μέσ' στην ξύφαση»).
ξώδερμα, κοντά στο δέρμα («τον πήρε η σφαίρα ξώδερμα»)
ξωπαρμένος, (επίθ), αλαζονικός, ανόητος.

Ο

Οβορός, (ο), τόπος όπου μένουν τα βόδια. (Σλαβ. obox -αυλή).
ό(γ)οιος, (άντ.), όποιος, («κι ' όποια εφίλησα ας το ειπή») (Δημ. τ ρ.)
όγρό, (επίθ), υγρό
οϊντίζει, (ρ), ταιριάζει, συμφωνεί.
ομάδες, (οι), είδος παιχνιδιού (και αμάδες).
όμπιο, (το), πύον.
όμπνοφύτης, (ο), πυώδες ίζημα.
ούρδα, (η), φρέσκια μυζήθρα.
όχ (σύνδ.), από («από πού είσαι; οχ τη χώρα»)
όχτος, (ο), όχθη, μικρό ανύψωμα χώματος στην άκρη χωραφιού.
οχτρός, (ο), εχθρός.

Π

Παιδικομάω , (ρ), γεννώ, τεκνοποιώ.
παιδομάχος, (ο), πού δείχνει ιδιαίτερη αγάπη σε μικρά παιδιά.
παινιές, (οι), έπαινοι, παίνεμα.
παΐρι, (το), δύναμη, σθένος, («το πήρα με το παΐρι μου»).
πάϊσιμο, (το), μετάβαση, πηγαιμός.
πάκια , (τα), οι γλουτοί («πονάν τα πάκια μου»)
παλαιότητες, (οι), αρχαιολογικοί τόποι.
παλαμαριά, (η), η λαβή του αλετριού.
παλαμοδέρνει, (ρ), η πληγή πού πονάει επίμονα.
παλατζαύτης, (ο), ο πού έχει μεγάλα αυτιά.
πανέρια, (επίρ), εξόχως ωραία, Όμορφα, («και τραγουδάει πανέρια»)
πανιάζω, (ρ), γίνομαι χλωμός από φόβο η αρρώστια.
πανιάρα, (η), σκούπα από πανί, πού σκουπίζουν το φούρνο.
πανουρίτικα, (τα), ζώα, 'ιδίως γίδια, πού ανήκουν συλλογικά στην επάνω ρούγα του χωριού.
παπάζι , (το), νυφικό φέσι (Τούρκ. papazı).
παράγαλος, (ο), το ένα μάτι ελαττωματικό.
παραγκώνι, (το), στρώμα κοντά στο τζάκι.
παραμουτσεύομαι, (ρ), χαϊδολογιέμαι, ζητώ χάδια.
παράφορμος, (επίθ), εύθικτος, ο πού θυμώνει εύκολα.
παρδάλω, (η), καρπός αραποσιτιού ποικιλόχρωμος.
πατικώνω, (ρ), γεμίζω κάτι πιέζοντας («πατίκωσα την κοιλιά μου»).
πέβω,
(ρ), στέλνω («σου πέβω χαιρετίσματα με τού γιαλού τα κύματα»).
πεδούκλι,
(το), σκοινί η αλυσίδα πού δένουν τα πόδια.
πέκαλα, (επίρ), πολύ καλά, καθώς πρέπει. (Τούρκ. pekala )
πεσκίρι, (το), πάνινο σκέπασμα τοϋ ψωμιού η ζυμαριού στην πινακωτή, τραπεζομάντηλο.
πετούλι, (το), μικρό φτυάρι για τη φωτιά στο τζάκι.
πετρωτό, (επίθ), βραχώδες («στα βουνά τα πετρωτά») (Δημ. τρ.).
πετσώνω,
(ρ), γεμίζω, χορταίνω, («έφαγα κι' έπέτσωσα την μπάκα μου»).
πηδαυλακάω,
(ρ), μτφ. τρέχω άσκοπα, χασομεράω.
πήδος, (ο), πήδημα.
πηλάλα (η), τρέξιμο
πηλαλίστρες, (oι), βλ. ντρόμίζες, τριφτάδες.
πητάκι, (το), σκουλήκι πού αναπτύσσεται στο τυρί.
πιγκώνω-ομαι, (ρ), αποπνίγομαι.
πινακωτή, (η), ξύλινη συσκευή με διαμερίσματα για προζύμι.
πισάχναρα, (επίρ), προς τα πίσω, με τα παπούτσια φορεμένα ανάποδα για παραπλάνηση εχθρού.
πιστάγκωνα, (επίρ), με τα χέρια δεμένα πίσω και σφιχτά («τον έδεσε πιστάγκωνα»)
πιστάρι, (το), το πίσω μέρος του σαμαριού.
πιστρόφια, (τα), (επιστροφή) επίσκεψη των νεόνυμφων στους γονείς της νύφης την αμέσως επόμενη Κυριακή του γάμου.
πισώκωλα, (επίρ), έχοντας κατεύθυνση προς τα πίσω, οπισθοχωρητικά.
πιτσιλάω,
(ρ), καταβρέχω με νερό.
πλάστης, (ο), 1) κυλινδρικό ραβδί για άπλωμα ζυμαριού, 2) έμπλαθρο.
πληθουριό,
(το), πληθώρα, αφθονία.
πλοχεράω, (ρ), απλώνω το ζυμάρι, επεξεργάζομαι, με τα χέρια.
πλουμπί,
(το), κέντημα.
πλύμα, (το), παρασκεύασμα με ζεστό νερό και αλεύρι η πίτουρα για τα ζώα.
ποκάρι,
(το), όγκος μαλλιών από κούρεμα ενός προβάτου.
(α)πολειφάδι, (το), απομεινάρι, υπόλοιπο σαπουνιού.
πορδοβούλωμα, (το), μτφ. μικροσκοπικός.
πονίδι, (το), μικρός «καλόγερος», μικρό οίδημα, σπυρί.
πονιάζω, (ρ), υποψιάζομαι, έχω υπόνοιες.
ποτόκι, (το), σωρός από χιόνια.
πουγγιά, (τα), οι όρχεις των ζώων.
πούσι-α, (τα), περικάλυμμα του αραποσιτιού. (Αλβ. Llapush ).
πράζω, (ρ. πράττω), κάνω, ενεργώ. («Κυρ' Αναγνώσταινα, δεν το ‘πραξες καλά» Δημ. τ ρ.)
πράξη, (η), συνουσία, («έκανα την πράξη»)
προβέντα, (η), προμήθεια τροφίμων.
προγκάω, (ρ), ξαφνιάζω, ερεθίζω.
προκοίλι, (το), μέρος της κοιλίας πού προεξέχει.
προσκάμνι, (το), λιθάρι στην είσοδο της στάνης.
προσμπούκι, (το), μικρή μερίδα φαγητού.
προφαντικό, (το), αναποδιά, ατυχία.
προφταστούρα, (η), ψωμί πού ετοιμάζεται από πρώιμα σιτηρά.
πρωτάρα,
(επίθ), πρωτόγεννη.
πυρό, (το), πόνος, οίδημα («έβγαλε πυρό στη μύτη»).

Ρ

Ράντα, (η), βρέξιμο, γέμισμα με υγρό.
ραντό, (επίθ), νερουλό.
ρέβουμαι, (ρ), έχω ρέψιμο (στομαχική διαταραχή).
ρεμούζικα, δωρεάν, σελέμικα.
ρεπετσιάζω, (ρ), χτυπώ δυνατά, δέρνω («τον ρεπέτσιασε στο ξύλο»).
ρέτζελο, ράκος, «ρέτζελα-μέτζελα») (ρέντελος-ρακένδυτος)
ρετζούλα, (η), φλόγα από κονιορτοποιημένη λάβα του ρετσινιού.
ρεύω, (ρ), υποφέρω, καταρρέω («ζούμε και ρεύουμε»)
ρογκάτσικος, (επίθ), περιπλανώμενος τράγος ( Αλβ. rugac -άλήτης, σοκακιάρης).
ροϊδάμι,
(το), τρυφερό βλαστάρι του πουρναριού.
ροΐδινο, (επίθ), κόκκινο μάγουλο, («κι ' ένα κορίτσι ροΐδινο δε μπορ ' να το γελάσω») (Δημ. τ ρ.).
ροκανάω-ίζω, (ρ), κόβω με τα δόντια κάτι σκληρό. (Αλβ. Rokan)
ρουκουλάω, (ρ), κατρακυλάω. ( Αλβ. Rukullis)
ρουκουλήθρα, (η), λεία και κατηφορική επιφάνεια βράχου.
ρουπακιά, (η), δάσος από βελανιδιές.
ρουπώνω, (ρ), 1) συμπυκνούμαι. 2) γεμίζω, χορταίνω («έφαγε και ρούπωσε»)
ρούτι,
(το), γυναικείο εσώρουχο (και παληορούτι).

Σ

Σαγάκι, (το), χοντρό μάλλινο γιλέκο.
σακαή, (η), ασθένεια των αλόγων (Τούρκ . sakağı).
σαλαγάω, (ρ), εξωθώ με θόρυβο τα ζώα («σαλάγα τα πρόβατα»).
σάμματι-ς, (επίρ), μήπως («σάμματι το ‘ξερα!»)
σάρακας, (ο), σκουλήκι των ξύλων. μτφ. θλίψη, καημός («μ ' έφαγε ο σάρακας»)
σαρμανίτσα, (η), η κούνια του βρέφους.
σάψαλο, (επίθ), σάπιο, κομματιασμένο από σήψη.
σβουνιά,
(η), κόπρανα βοδιού.
σβώλι, (το), στρογγυλό κομμάτι λάσπης, τρίμματα από τυρί.
σγαρλίζω, (ρ), σκαλίζω με τα νύχια, («οι κότες σγαρλίζουν το χώμα»).
σγούφω, (ρ), σκύβω.
σειριά, (η), γενεαλογική σειρά, οικογένεια «από ποια σειρά κρατιέσαι;» (Δημ. τρ.)
σεντούκι, (το), ξύλινο μπαούλο (Τούρκ. sandık ).
σέπομαι, (ρ), σαπίζω («να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει») (Δημ. τρ.)
σέσφιγγας, (ο), αγριομέλισσα, σφήκα.
σημαδεύω, (ρ). Ι) δείχνω σημεία εγκυμοσύνης («σημάδεψε η προβατίνα») 2)δείχνω σημεία ωριμότητας («σημάδεψε το κορίτσι»)
σημαδιακός, (επίθ), ο πού έχει σωματικό ελάττωμα, σημαδεμένος.
σιάξες, (οι) , συμφωνία, αμοιβαία υπόσχεση γάμου.
σιοβόλισμα, (το), ισοπέδωση (του χωραφιού)
σιουράω, (ρ), σφυρίζω.
σιούτος, (επίθ), ο χωρίς κέρατα ( Αλβ. Shyte).
σκάλος, (ο), σκάλισμα.
σκαρμίλα, (η), μυρωδιά του τράγου.
σκάρος,
(ο), σκάρισμα , ξύπνημα κοπαδιού των ζώων. («άιντε, να σκαρίσεις τα πρόβατα)
σκατζίκι, (το), άγριο χόρτο, πού φυτρώνει με σιτηρά.
σκατζουλήθρα, (η), σπινθήρες από καιγόμενα φύλλα.
σκεβρώνω, (ρ), κυρτούμαι, μαζεύομαι, αλλάζω σχήμα, γίνομαι σκεβρός.
σκιάζαρος,
(ο), φόβητρο, μτφ. ασχημάνθρωπος.
σκολιάμπρια, (τα), είδος αγρίων χόρτων.
σκούλα, (η), φουσκάλα, φυσαλίδα επιδερμίδας.
σκραπιάς , (ο), σκορπιός.
σκυλόβηχας, (ο), δυνατός και επίμονος βήχας.
σκυφτομάτης, (ο), μτφ. πονηρός, ύπουλος.
σκυλοπινίχτι, (το), μτφ. είδος ζουμερού και όχι γλυκού σταφυλιού.
σουβή, (η), δυστύχημα («μπα, κακιά σουβή να σε βρει»).
σουργιά, (η), αμμώδης γη (Τούρκ. sure).
σουρμή, (η), ροή νερού, νεροσουρμή.
σμιγάδι, (το), σιτάρι ανακατεμένο με καλαμπόκι
σπαζούλος, (ο), ο πού έπαθε βουβωνοκήλη.
σπέρωμα, (το), βράδιασμα («θα σ' ανταμώσω με τα σπερώματα»).
σπληθάρι, (το), κοιλότητα, γούβα σε βράχο, πού κρατεί νερό.
σποράκλα, (η), ευκοιλιότητα.
σταβάρι, (το), μέρος τού αλετριού.
στάκα, (προστ.), σταμάτα, περίμενε («στάκα να σου ειπώ»).
σταλλίζω, (ρ), αναπαύομαι μτφ. ακινητοποιούμαι, κοιμάμαι.
στάλλος, (ο), τόπος όπου αναπαύεται κοπάδι ζώων.
στανικά-ώς, (επίρ), δια της βίας, με το στανιό.
σταυρόψωμο, (το), ψωμί παρασκευασμένο σε σχήμα Σταυρού.
σταχτοπύρι, (το), ζεστή στάχτη μέσα σε σακούλα πού χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς.
στερνοπούλι, (το), υστερότοκο παιδί.
στερφοκάλεσσα, (η), η στείρα κάλεσα προβατίνα.
στερφάδι, (το), φυτό αραποσιτιού άκαρπο.
στημόνι, κλωστές τού αργαλειού.
στίερος, (ο), πάσσαλος στη μέση του αλωνιού.
στοιχειό, (το), μτφ. ο σύζυγος («να χαίρεσαι το στοιχειό σου»).
στοματικώς,
(επίρ), με το στόμα, προφορικά.
στραβοκατουράω, (ρ), πέφτω σε παράπτωμα, λάθος.
στράγγιο, (επίθ), πού δεν κρατεί, πού στραγγίζει, νερό («το χώμα είναι στράγγιο»).
στριγγλιάτα, (η), νωπό τυρί, πού μόλις αρχίζει να πήζει.
σύβαση,
(η), συμφωνία, συμβιβασμός.
συγκαή, (η), έξαψη, ζέσταμα, ερέθισμα από ζέστη.
συγύρια, (τα), οικιακά σκεύη.
συδυό, (επίρ), δύο μαζί, ανά δύο.
συμπάω, (ρ), ανακατεύω, ανακινώ («σύμπα τη φωτιά»)
συντάζομαι, (ετοιμάζομαι, τακτοποιούμαι («νοικοκυρά σνντάζεται, να πάει στον κάτου κόσμο») (Δημ. τρ.).
συνατοί, (αντων), μεταξύ τους («θα τα φτιάξουν συνατοί τους»)
συφάμελος,
(επίθ), με ολόκληρη την οικογένεια, («χάθηκε συφάμελος»)
σφαή,
(η), μέρος τού λαιμού, όπου μαχαιρώνεται το ζώο.
σφάλτης, (ο), ο πού έχει υποπέσει σε σφάλμα, φταίχτης.
σφάχτης, (ο), μτφ. νευρικός πόνος («έχω σφάχτη στο κορμί»)
σφερδουκλι,
(το), ο ασφόδελος.
σω, (προστ), σώπα, σιώπησε («σώ, δε μπορώ να σ' άκώ»).
σώση, (η), τέλος («στη σώση και στη φέξη σε βλέπουμε»).
σώφεγγα, (επίρ), με την πανσέληνο («σώφεγγα πιάσε τη δουλειά»).

Τ

Ταή, (η), μερίδα τροφής ζώων.
τακάτι, δύναμη, ενεργητικότητα (Τούρκ . takat).
ταΐνι,
(το), ξυλοδαρμός.
ταλαγάνι, (το), κοντό επανωφόρι. Όνομα οικογενειακό. Ταλαγάνης.
ταλίμι,
(το), δεξιοτεχνία, πείρα.
ταμάμ, (επίρ), ακριβώς, ίσα-ίσα (Τούρκ. tamam)
ταμπλάς, (ο), αποπληξία. (Τούρκ. και Αλβ. damla).
ταμπουράς, (ο), έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο.
τανιέμαι, (ρ), σφίγγομαι.
ταρναριστά, (επίρ), κουνιστά («πού περπατάς ταρναριστά») (Δημ. τρ.)
τάσι,
(το) μετάλλινο κύπελλο. (Τούρκ. taş ) .
τέμπλα,
(η), ξύλινο δοκάρι σκεπής.
τέρμενο, (το), συμφορά («το τέρμενο να σ' εύρει»)
τζαβαΐρι, (το), διαμάντι (Τούρκ. zevahir )
τζαβαλίζω , (ρ), μιλάω ασυνάρτητα.
τζάνερο , (το), είδος κορόμηλου.
τζάρος, (ο), βρύση a π' όπου στάζει νερό. (η λέξη χρησιμοποιείται και στην τυροκομία).
τζαφίδα, (η), όστρακο ψαριών.
τζίφα , (η), κορυφή φυτού αραποσιτιού.
τζιφιάζω, (ρ), κόβω την κορυφή του αραποσιτιού.
τζουτζουλι, (το), ολοκάθαρο, γυαλιστερό («το 'πλυνα κι' έγινε τζουτζοϋλι»).
τηγάρις, (επίθ), μήπως, σάμπως.
τίγκα, (επίρ), ολόγιομα. (Τούρκ. tıka)
τυκλώνω, (ρ), περικυκλώνω («μας τύκλωσε ο καπνός»).
τόκα, (η) χειραψία («κάνε τόκα») (Τούρκ. toka , Αλβ. toq )
τόμου, (επίρ), όταν.
τουμπλακιάζομαι, (ρ), πέφτω, σωριάζομαι.
τουραγνο, (το), βάσανο.
τουράκι, (το), κάθισμα, πάγκος (Τούρκ. durak ) .
τουρλαηδόνα, (η), αλαφρόμυαλη γυναίκα.
τουρνοκωλιάζομαι, (ρ), πέφτω με τα οπίσθια, ανάποδα.
τουτζι, (Αλβ. tunxi =χαλκός), μτφ, κραιπάλη μέθη.
τριβόλι, (το), άγριο αγκαθωτό χόρτο.
τριγυρινά, (επίθ), τα γύρωθεν.
τριζόνι, (το), ενοχλητικό έντομο, («έχεις τριζόνια στον πισινό σου;»- ανησυχείς, ενοχλείσαι;)
τρικέρης, (ο), μτφ, διάβολος.
τριφτάδες, (οι), μαγειρικό παρασκεύασμα από τρίματα ζύμης. βλ. ντρόμζες.
τριχιά, (η), μέτρο απόστασης «ο ήλιος βγήκε μια τριχιά».
τριψιάνα, (η), γάλα η σούπα με κομμάτια ψωμί, παπάρα.
τσακανίζω, (ρ), σπάζω, σφυροκοπάω. (Αλβ. Cekan= σφυρί).
τσακλάνι, (το,, τελευταίο γάλα τής προβατίνας.
τσαπράζι, (επίθ), χρυσό η ασημένιο στολίδι στα ρούχα. (Τούρκ. çapraz).
τσάρκος, (ο), περιφραγμένος τόπος για τα αρνιά.
τσατάλι, (το), διχαλωτή βέργα (Τούρκ.Çatal) .
τσατουμάς, (ο), τοίχος, μεσοχώρι.
τσάτσα, (η), θεία, θεια.
τσάχαλο, (το), ξυλαράκια μτφ. μικροσκοπικό παιδί.
τσεγκουρα, (τα), μικρά σταφύλια πού απομένουν υστέρα από τον τρυγητό.
τσεράνω, (η), δύστυχη, άμοιρη («τι έπαθες, μωρ ' τσεράνω;»).
τσερλα, (η), ευκοιλιότητα (ρ. τσερλίζομαι).
τσετουλα, (η), πήχης για μέτρημα του γάλακτος.
τσευδός , (επίθ), ψευδός, τραυλός.
τσιβουράω-ίζω, (ρ), καίω, καψαλίζω, κάτι στη φλόγα τής φωτιάς.
τσίλικη, (η), γοργοπόδαρη («τσίλικη φοράδα»).
τσιναω, (ρ), κλωτσάω
τσινιάρικος, (επίθ), μτφ. ευερέθιστος («τσινιάρικο μουλάρι»).
τσιόλι, (το), ύφασμα φλοκωτό (Τούρκ. çul ).
τσιόνα, (η), και κοτσιόνα (υποκ.), πέος μτφ. λεβέντης, αρρενωπός («γεια σου, ρε τσιόνα»).
τσίτα, (επίρ), γεμάτα, συμπυκνωμένα («τσίτα το ταγάρι») (Αλβ. Cite).
τσίτσα,
(η), ξύλινο δοχείο, τότρα (Αλβ. Shishja).
τσίτσιδος, (επίθ), ολόγυμνος, μτφ. με ρ αντί δ-βρεγμενος
τσιφούτης, (ο), Εβραίος μτφ. φιλάργυρος, σπαγκοραμμένος (Αλβ. Cifut)
τσιχλιμίτζος,
(ο), ζωηρός νεανίας.
τσογκάρι, (το), μυτερή προεξοχή βραχώδους λόφου.
τσοκάλι, (το), κουδούνι των γιδιών (Αλβ. cakaile -κρόταλο).
τσολοπατημένος, (επίθ), χαλασμένος, αμελημένα, σάπια, («δε θέλω γω τα μήλα σου, τα τσολοπατημένα» (Δημ. τρ.)
τσούλος,
(επίθ), πρόβατο με κομμένα αυτιά.
τσουρούμι, (το), ύψωμα, μικρός λόφος (Τούρκ. uçurum ).
τσυγκάθια, (τα), παρασκευάσματα από αλεύρι και υπολείμματα από «λειωμένο» βούτυρο.

Υ

Υπάρχοντα, (τα), περιουσία, ιδιόκτητα αντικείμενα.
ύπνοφαντασιά, (η), όνειρο, όραμα «απόψε είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου.» (Δημ. τρ.)
υφάδι,
(το), το νήμα πού περνιέται με τη σαίτα στο στημόνι του αργαλειού.
ύφαση,
(η), η δουλειά στον αργαλειό, ύφανση

Φ

Φαγγρίζω, (ρ), βλέπω αμυδρά, μισοδιάφανα.
φακαρόνα, (η), λουρίδα πού συνδέει τις κάλτσες με το πέλμα.
φακιόλι, (το), μαντίλα, τσεμπέρι (Λατ. Fasciola).
φαντασία, (η), περηφάνια, υπεροψία («και η κόρη απ ' τη βιασύνη της κι' απ ' τη φαντασία της») (Δημ. τρ.)
φασκιά, (η), υφαντή λουρίδα για σπαργάνωμα τού βρέφους (Λατ. Fascia).
φελάω
, (ρ), αξίζω, είμαι ικανός.
φέρμελη, (η), κεντητό γιλέκο.
φερτός , (επίθ), παρείσακτος, ξενόφερτος, ο σώγαμπρος.
φηκάρι,
(το), θήκη μαχαιριού.
φίρα, (η), ελάττωση βάρους.
φιρ-φιρί, (επίρ), σκόπιμα, επίμονα, (Τούρκ. firi - firi).
φίσκα, (επίρ), γεμάτο μέχρι απάνω, («φίσκα το ταγάρι»).
φκέντρα,
(η), η βουκέντρα.
φλαούνα, (η), ψωμόπιτα, πού ψένεται πάνω σε καυτό μέταλλο.
φλέτσια, (και φλοίτσια), βλ. πούσια.
φλετουράω , (ρ), 1) πετάω («φλετουράει το πουλί») 2) πάλλομαι («φλετουράει η καρδιά μου») (Αλβ. Fluturoj).
φλούμινο, (το), ποτάμι (Λατ. Flumen).
φορτσέρι, (το), μπαούλο. ( Ίταλ. Forziere)
φορτωμένη, (επίθ, μτφ. έγκυος («η φοράδα είναι φορτωμένη»).
φρίαξε, (ρ), έφριξε («φρίαξε το παράξενο»).
φρίξη, (η), φρίκη, τρόμος.
φουρνόλακκας, (ο), μέρος τού φούρνου όπου συσσωρεύεται η στάχτη.
φροξυλάνθι, (το), άνθος της αφροξυλιάς.
φρουμάζω, (ρ), ξεφυσάω βιαστικά και κουρασμένα, ασθμαίνω.
φόντας, (επίρ), όταν, αφ ' ότου.
φούργια, (η), φόρα, ορμητικότητα.
φουρλέτσι, (επίρ), γρήγορα, βιαστικά (Ίταλ. furlo-σβούρα).
φουσκουνι, (το), αγριόδυοσμος, φλισκούνι.
φτενός, (επίθ), λεπτός.
φτουράω, (ρ), επαρκώ.
φυσούνης, (ο), (χλευ. επίθ), ο πού αναπνέει ακανόνιστα.

Χ

χαβιά , (η), είδος χαλινού πού περνιέται στο στόμα τον άλογου. Μτφ. συγκρότημα, έλεγχος («βάλ' του χαβιά»).
χαζίρικα
, (επίρ), έτοιμο (Τούρκ. hazır )
χαϊλώνω , (ρ), αποβλακώνομαι, παθαίνω αβουλησία, χαζεύω.
χαΐρι
, (το), πρόοδος, ευδαιμονία (Τούρκ. hayır)
χαϊρλίτικα, (τα), (επίθ), αίσια, κατ ' ευχήν («χαϊρλίτικα και Λαμπροφορεμένα»).
χαμαϊδή, (επίθ), ντροπαλή, χαμηλοβλεπούσα. («Τρικαλινιά μου πέρδικα και χαμαϊδή τρυγόνα» (Δημ. τρ.)
χάσικο-ς, (επίθ), άσπρο ψωμί (χάσικος μτφ. λεπτεπίλεπτος, τρυφηλός).
χαυδαλώνω
, (ρ), απλώνω τα σκέλη μου.
χέρι-χέρι , (επίρ), ομαδικά, μαζί («ελάτε χέρ-χέρι να γίνει η δουλειά»).
χλαπουτάω
, (ρ), τρώγω λαίμαργα (Αλβ. Kllapit =τρώγω σαν σκυλί).
χλεμός
, (ο), παραβρασμένο, πολτοποιημένο («έγινε το φαΐ χλεμός).
χλεπέτσι
, (το), όγκος πηχτής μύξας.
χλεπετσιάρης, (επίθ), ο μύξης.
χλιβέρω, (η), η καμπάνα πού χτυπάει πένθιμα.
χλίψη, (η), θλίψη, λύπηση.
χόβολη, (η), υπολείμματα φωτιάς, στάχτη και κάρβουνα.
χούβουρο, (το), υπερβολικά καμένο, σκληρό, κονιορτοποιημένο, («κάηκε κι' έγινε χούβαρο»)
χουζούρι, (το), ανάπαυση, θαλπωρή.
χούι, (το), συνήθεια, έξη (Τούρκ. huy ) .
χούνη, (η), κοιλότητα γης (Αλβ. Hon =βάραθρο).
χουρμπούλι, (το), σφαιρικά τεμάχια άλιωτα («έχει χουρμπούλια το φαΐ).
χουχλος
, (ο), βράσιμο, χοχλασμός.
χουχουμά(γ)ια, (η), κουκουβάγια.
χρέγια, (τα), χρέη, οφειλή.
χρωστημιό, (το), το οφειλόμενο
χτιμώνω, (ρ), εκτιμώ, καθορίζω την αξία «πάει να χτιμώσει το χωράφι, τη ζημιά»).
χτιμωτής
, (ο), ο εκτιμητής.
χώρα
, (η), πόλη, η Τρίπολη.

Ψ

Ψαϊλα, (η), συγκεκριμένος, ορισμένος τόπος ανάπαυσης των ζώων.
ψάνα, (η), σιτηρά έτοιμο για θέρισμα.
ψάνη, (η), ψημένο χλωρό στάχυ.
ψηλοκρατιέμαι, (ρ), είμαι από υψηλή καταγωγή μτφ. επαίρομαι, είμαι ακατάδεχτος.
ψηλομύτης, (επίθ), αλαζονικός, υπερόπτης.
ψήλος, (ο), ύψος, ψήλωμα. («πάει του ψήλου-ψηλώνει).
ψιλογνεσμένα, (επίρ), λεπτομερειακά («μην τα λες ψιλογνεσμένα-μη λεπτολογείς»).
ψιμάρνι, (το), όψιμο αρνί. μτφ. υστερότοκο παιδί.
ψωλαρμενίζω
, (ρ), περιφέρομαι άσκοπα.
ψωλοπερήφανος
, (επίθ), αλαζονικός, οιηματίας.
ψωμοζώ
, (ρ), διαβιώ φτωχικά, ζω με πενιχρά μέσα.
ψωμώνω
, (ρ), ωριμάζω («ψώμωσε το σιτάρι»)
ψωρύλος
, (ο), ψωραλέος.

Ω

Ωμός, (επίθ), αδρανής, πλαδαρός.
ώρηος, (επίθ), ωραίος («πήρα το στρατί τ' ώριο μονοπάτι» (Δημ. τρ.).
ω
ρηόπλουμη, (επίθ), στολισμένη, κεντημένη ωραία.